Θειική Γλυκοσαμίνη

Θειική Γλυκοσαμίνη

Η γλυκοσαμίνη υπάρχει φυσιολογικά στον χόνδρο των αρθρώσεων, στους μύες, στους τένοντες και στους συνδέσμους. Συμβάλλει στην ακεραιότητα της δομής των αρθρώσεων και στην κινητικότητα και την αντοχή τους. Σύμφωνα με μελέτες, η λήψη θειικής γλυκοσαμίνης μπορεί να είναι ωφέλιμη σε περιπτώσεις οστεοαρθρίτιδας, ρευματοειδούς αρθρίτιδας, φλεγμονών και φθοράς στις αρθρώσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η θειική γλυκοσαμίνη (glucosamine sulphate) είναι ένα θειικό άλας που περιέχει ένα αμινοσάκχαρο. Ενώ υπάρχουν αρκετές μορφές γλυκοσαμίνης, ένας τεράστιος αριθμός ερευνών υποστηρίζει τη χρήση της θειικής γλυκοσαμίνης. Η θειική γλυκοσαμίνη έχει αναγνωριστεί για την ευεργετική της δράση στην οστεοαρθρίτιδα, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τις φλεγμονές στις αρθρώσεις και στους δίσκους, τους τένοντες, τους συνδέσμους, τους μύες και τους κατεστραμμένους ιστούς.

ΔΡΑΣΗ

Η θειική γλυκοσαμίνη εντοπίζεται φυσιολογικά στον συνδετικό ιστό και τους χόνδρους, όπου και συμβάλλει στην κινητικότητα, την αντοχή και την ακεραιότητα της δομής των αρθρώσεων. Εντοπίζεται επίσης στους μύες, τους τένοντες, τους συνδέσμους, τους σπονδυλικούς δίσκους και τις καρδιακές βαλβίδες. Η θειική γλυκοσαμίνη διεγείρει τα κύτταρα που εμπλέκονται στην παραγωγή του ιστού των οστών και των χόνδρων.

Η θειική γλυκοσαμίνη είναι θεμελιώδης για τη σύνθεση των γλυκοζαμινογλυκάνων (GAGs), οι οποίες είναι υπεύθυνες για το σχηματισμό του δικτύου στο οποίο χτίζεται το κολλαγόνο και για την προστασία του χόνδρου από καταστροφή. Οι βασικές γλυκοζαμινογλυκάνες που προέρχονται από τη γλυκοσαμίνη περιλαμβάνουν το άλας υαλουρονικού οξέος, τη θειική χονδροϊτίνη, την ηπαρίνη και τη θειική κερατάνη. Η θειική γλυκοσαμίνη βοηθά επίσης στην πήξη του λιπαντικού αρθρικού υγρού που προστατεύει και υποστηρίζει τις αρθρώσεις.

Η θειική μορφή της γλυκοσαμίνης συνιστάται περισσότερο από άλλες μορφές (όπως τη Ν-ακετυλογλυκοσαμίνη ή την υδροχλωρική γλυκοσαμίνη), επειδή το θείο βοηθά στο μεταβολισμό της γλυκοσαμίνης και στην ενσωμάτωσή της στο σώμα. Επιπροσθέτως, η θειική γλυκοσαμίνη είναι μικρότερο μόριο από άλλα παράγωγα γλυκοσαμίνης και κατά συνέπεια απορροφάται ευκολότερα.

Μελέτες έδειξαν ότι περίπου το 90 με 98% μιας δια του στόματος χορηγούμενης δόσης θειικής γλυκοσαμίνης απορροφάται από τον οργανισμό. Ωστόσο, δεν υπάρχουν λεπτομερείς μελέτες απορρόφησης για τις άλλες μορφές γλυκοσαμίνης.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΟΣΟΛΟΓΙΕΣ

Από 500 έως 1500mg ημερησίως.
Για την οστεοαρθρίτιδα συνιστάται δοσολογία 1500mg θειικής γλυκοσαμίνης για περίοδο 8 εβδομάδων. Για τη διατήρηση γενικώς της υγείας και της καλής κατάστασης των αρθρώσεων συνιστώνται ως ημερήσια δοσολογία τα 500mg.

ΩΦΕΛΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΘΕΙΙΚΗΣ ΓΛΥΚΟΣΑΜΙΝΗΣ

Η θειική γλυκοσαμίνη χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατήρηση της υγείας των αρθρώσεων. Βοηθά στην πήξη του λιπαντικού αρθρικού υγρού, το οποίο προστατεύει τις αρθρώσεις, τις στηρίζει και βοηθά στο σχηματισμό και την αναδόμηση του χόνδρου.

  1. Αρθρίτιδα
    Έρευνες έδειξαν ότι η θειική γλυκοσαμίνη αποτελεί μια αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπιση της αρθρίτιδας. Ασθενείς που λάμβαναν 1500mg θειικής γλυκοσαμίνης ημερησίως εμφάνισαν μερική ή ακόμη και πλήρη ανάρρωση από τα συμπτώματα της οστεοαρθρίτιδας, μόλις 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της λήψης της (2). Η γλυκοσαμίνη δρα βοηθώντας στην αναδόμηση του κατεστραμμένου χόνδρινου ιστού και αυξάνοντας την πήξη του αρθρικού υγρού. Ασθενείς με αρθρίτιδα παρουσίασαν βελτίωση στην κινητικότητα των αρθρώσεων (αυξημένη ελαστικότητα) και μείωση του άλγους και της φλεγμονής των αρθρώσεων μετά τη λήψη ημερήσιας δοσολογίας θειικής γλυκοσαμίνης (3). Έχει αποδειχτεί ότι η θειική γλυκοσαμίνη είναι το ίδιο αποτελεσματική με τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDS) στη μείωση των συμπτωμάτων της οστεοαρθρίτιδας.
  2. Επούλωση Πληγών
    Η διαθεσιμότητα της γλυκοσαμίνης μειώνεται αναλογικά με την παραγωγή υαλουρονικού οξέος. Η χορήγηση γλυκοσαμίνης από το στόμα μετά από χειρουργική επέμβαση ή τραυματισμό ενισχύει την παραγωγή υαλουρονικού οξέος στην πληγή, προωθώντας έτσι τη γρήγορη επούλωση, ενώ μειώνει πιθανώς επιπλοκές σχετικές με τις ουλές (4).
  3. Νόσος του Crohn και Κολίτιδα
    Η γλυκοσαμίνη παράγει ένα μέρος του ενζύμου που χρειάζεται για τη σύνθεση των γλυκοπρωτεϊνών στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η δραστηριότητα αυτού του ενζύμου έχει βρεθεί ότι είναι διαφορετική σε άτομα που πάσχουν από νόσο του Crohn και ελκώδη κολίτιδα (5,6). Ο μηχανισμός μέσω του οποίου αυτή η δραστηριότητα εμφανίζεται δεν είναι γνωστός, ωστόσο πιστεύεται ότι οι αλλοιώσεις στα επίπεδα της γλυκοσαμίνης μπορεί να επηρεάσουν το σχηματισμό του βλεννογόνου ιστού. Παρόλα αυτά, στις περιπτώσεις αυτές, η χρήση συμπληρωμάτων που περιέχουν γλυκοσαμίνη χρήζει περαιτέρω μελετών.

ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Η θειική γλυκοσαμίνη μπορεί να λαμβάνεται με ασφάλεια μακροπρόθεσμα σε δοσολογίες μέχρι 1500mg ημερησίως. Ελαφρές παρενέργειες εντοπίστηκαν σε μερικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης της ναυτίας, της καούρας και της κεφαλαλγίας. Παρόλα αυτά, αρκετές από αυτές τις παρενέργειες σημειώθηκαν σε ασθενείς μεγάλους σε ηλικία και μπορεί να σχετίζονται με ήδη υπάρχουσες γαστρεντερικές διαταραχές και τη θεραπεία τους.

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

Οι διαβητικοί θα πρέπει να συμβουλευτούν το γιατρό τους πριν τη χρήση θειικής γλυκοσαμίνης και θα πρέπει να παρακολουθούν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους εάν λαμβάνουν γλυκοσαμίνη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. "Biochemistry", L Stryer, Freeman, 1995.
2. Pujalte JM, Llavore EP, Ylescupidez FR. Double-blind clinical evaluation of oral glucosamine sulphate in the basic treatment of osteoarthrosis. Curr Med Res Opin, 7:110-114 1980.
3. McCarty MF. The neglect of glucosamine as at treatment for osteoarthritis - a personal perspective. Med Hypotheses, 42;5:323-327 1994.
4. McCarty MF. Glucosamine for wound healing. Med Hypotheses, 47;4:273-275 1996.
5. Winslet MC, et al. Mucosal glucosamine synthetase activity in inflammatory bowel disease. Dig Dis Sci, 39;3:540-544 1994.
6. Winslet MC, et al. Faecal diversion for Crohn´s colitis: a model to study the role of the faecal stream in the inflammatory process. Gut, 35;2:236-242 1994.
7. Dietary Supplements”, Pamela Mason, Blackwell Science, 1995.