Βιταμίνη D: μια σπουδαία βιταμίνη!
Η βιταμίνη D είναι μια πολύ σημαντική βιταμίνη για τη γενική μας υγεία. Συμβάλλει στην υγεία των οστών, των δοντιών, των μυών, του ανοσοποιητικού συστήματος, της καρδιάς, του εγκεφάλου, του θυρεοειδούς αδένα και άλλων συστημάτων του οργανισμού. Η έλλειψή της έχει συνδεθεί με οστεοπόρωση, αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων, καρδιαγγειακά προβλήματα, εγκεφαλικό, εξασθενημένο ανοσοποιητικό, νευρολογικές διαταραχές, πολλαπλή σκλήρυνση, διαβήτη τύπου 1 και 2, κάποιους τύπους καρκίνου και πολλές άλλες παθολογικές καταστάσεις (1).
Η βιταμίνη D συντίθεται στο δέρμα από τη χοληστερόλη μετά από έκθεση στον ήλιο και λαμβάνεται από ορισμένες διατροφικές πηγές όπως το μουρουνέλαιο, τα λιπαρά ψάρια, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αυγά, το συκώτι κ.α.
Είναι συχνή η έλλειψη βιταμίνης D;
Η έλλειψη βιταμίνης D είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που εντείνεται συνεχώς. Οι κύριοι παράγοντες έλλειψης είναι η μεγάλη ηλικία, το θηλυκό γένος, το κλίμα, ο χειμώνας, το σκούρο χρώμα δέρματος, η χαμηλή έκθεση στον ήλιο, οι διατροφικές συνήθειες και η απουσία εμπλουτισμού των τροφών με βιταμίνη D. Άλλοι παράγοντες είναι η αστικοποίηση, η τάση των ανθρώπων να παραμένουν σχεδόν όλη την ημέρα σε κλειστούς χώρους (εργασία, σπίτι) και κάποιες συνήθειες ένδυσης ορισμένων λαών που καλύπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δέρμα τους. Η σοβαρότητα του προβλήματος στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία αυξάνεται λόγω του συνδυασμού κάποιων από τους παραπάνω παράγοντες.
Σύμφωνα με τελευταία δεδομένα, περίπου το 50% του πληθυσμού της γης έχει σαφή έλλειψη βιταμίνης D. Η έλλειψη βιταμίνης D εκτιμάται με μέτρηση της 25(ΟΗ)D στο αίμα. Σύμφωνα με το Vitamin D Council, τα επίπεδα της 25(ΟΗ)D στο αίμα δεν πρέπει να πέφτουν κάτω από τα 50ng/ml καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου (2).
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Λυρίτη, Καθηγητή Ορθοπεδικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ), στην Ελλάδα έχει βρεθεί ότι το 75% των υγειών ατόμων ηλικίας άνω των 70 ετών έχει τιμές 25(OH)D χαμηλότερες των 30ng/ml, ενώ σε ιδρυματικούς ασθενείς και σε αρρώστους με κάταγμα ισχίου το 93% έχει τιμές χαμηλότερες των 20ng/ml (3).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι εύκολο να διαγνωσθεί (με εξέταση αίματος) και μπορεί σχετικά εύκολα να αντιμετωπισθεί με την ασφαλή, περιορισμένη έκθεση στον ήλιο και την ενισχυμένη λήψη βιταμίνης D μέσω της διατροφής ή των κατάλληλων συμπληρωμάτων διατροφής.
Οστά & μύες
Η βιταμίνη D είναι απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση της οστικής μάζας και ακεραιότητας (συμμετέχει στο μεταβολισμό του ασβεστίου μαζί με την καλσιτονίνη και την παραθορμόνη). Σύμφωνα με μελέτες, η βιταμίνη D δεν ενισχύει μόνο την εντερική απορρόφηση του ασβεστίου, αλλά μπορεί επίσης να ενισχύσει τη νευρομυϊκή λειτουργία για να μειώσει τον αριθμό των πτώσεων, συνεισφέροντας με αυτόν τον τρόπο στην πρόληψη των καταγμάτων.
Η έλλειψη βιταμίνης D κατά την παιδική ηλικία οδηγεί σε ανάπτυξη ραχίτιδας. Επίσης, μπορεί να καθυστερήσει τη δημιουργία των πρώτων δοντιών και να επηρεάσει την όρθια στάση. Η ραχίτιδα προκαλεί διεύρυνση στα άκρα των μακρών οστών με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια χαρακτηριστική κύρτωση στα πόδια όταν το παιδί αρχίσει να περπατά. Στους ενήλικες, η έλλειψη βιταμίνης D οδηγεί σε λέπτυνση και εξασθένιση των οστών και αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων. Ο κίνδυνος κατάγματος του ισχίου και οστεοπόρωσης αυξάνεται στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση που δεν έχουν ικανοποιητικά επίπεδα βιταμίνης D (4,5).
Ανοσοποιητικό σύστημα
Η βιταμίνη D συμβάλλει στην καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και στην προστασία από τις λοιμώξεις. Σύμφωνα με μελέτες, άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κρυολόγημα ή γρίπη συγκριτικά με άτομα με ικανοποιητικά επίπεδα βιταμίνης D, με τον κίνδυνο να είναι ακόμα μεγαλύτερος σε άτομα με άσθμα ή άλλες πνευμονικές παθήσεις που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις λοιμώξεις του αναπνευστικού (6).
Σε πρόσφατη μελέτη, οι D.M. McCartney και D.G. Byrne κατέληξαν στα εξής: «Η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συχνή και μπορεί να συμβάλλει στον αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων του αναπνευστικού, συμπεριλαμβανομένου του Covid-19. Συνιστούμε όλοι οι ηλικιωμένοι, οι νοσοκομειακοί ασθενείς, οι κάτοικοι γηροκομείων και άλλες ευάλωτες ομάδες (π.χ. άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ή μειωμένη ανοσοποιητική λειτουργία, άτομα με σκούρο δέρμα, χορτοφάγοι και vegans, άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, καπνιστές και εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη) να λαμβάνουν συμπληρωματικά 20-50μg βιταμίνης D την ημέρα για την ενίσχυση της αντοχής τους στον Covid-19. Αυτή η σύσταση θα πρέπει να επεκταθεί γρήγορα και στον γενικό ενήλικο πληθυσμό» (7).
Καρδιά
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι μια βασική αιτία νοσηρότητας και θανάτου παγκοσμίως. Η έλλειψη βιταμίνης D έχει συνδεθεί με παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, καρδιαγγειακά επεισόδια όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου και η εγκεφαλική συμφόρηση, με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια καθώς και κλινικούς δείκτες αθηροσκλήρωσης.
Μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη έχουν δείξει ότι η έλλειψη βιταμίνης D αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης ή ξαφνικού καρδιακού θανατηφόρου επεισοδίου σε άτομα με προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή πάθηση (8,9). Τα ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εγκεφαλικού, καρδιακών παθήσεων και θανάτου και σε άτομα που δεν είχαν ποτέ καρδιακά προβλήματα. Σε μελέτη με 27686 συμμετέχοντες 50 ετών και άνω χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακών παθήσεων, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα με πολύ χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είχαν 77% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου, ήταν 45% πιο πιθανό να εμφανίσουν στεφανιαία νόσο και 78% πιο πιθανό να πάθουν εγκεφαλικό συγκριτικά με άτομα με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D (10).
Τέλος, μελέτη που ανέλυσε δεδομένα από την Third National Health & Nutrition Examination Survey κατέληξε στο ότι τα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είχαν 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή πάθηση και 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από οποιοδήποτε αίτιο, συγκριτικά με τα άτομα που είχαν καλά επίπεδα βιταμίνης D (11).
Διαβήτης
Έχει παρατηρηθεί ότι τα άτομα με διαβήτη ή αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο έχουν συνήθως χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Παράλληλα, τα άτομα με διαβήτη έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων και θανάτου λόγω καρδιακού επεισοδίου (12).
Σύμφωνα με μελέτη, η βιταμίνη D έχει διαφορετική δράση στους διάφορους τύπους διαβήτη. Στο διαβήτη τύπου 1 και τον λανθάνοντα αυτοάνοσο διαβήτη των ενηλίκων (LADA), η βιταμίνη D έχει ανοσοτροποποιητική δράση επηρεάζοντας τη δραστηριότητα των λεμφοκυττάρων και των ιντερλευκινών. Στον διαβήτη τύπου 2, η βιταμίνη D φαίνεται να δρα μέσω διαφορετικών μηχανισμών επηρεάζοντας την έκκριση της ινσουλίνης και την ευαισθησία σε αυτήν μέσω της δράσης της στα βήτα κύτταρα, τους μεσολαβητές της φλεγμονής και της παραθυρεοειδούς ορμόνης. Απαιτούνται περισσότερες έρευνες προκειμένου να κατανοηθεί πλήρως ο ρόλος της βιταμίνης D στην παθογένεια του διαβήτη (13).
Σύμφωνα με μελέτες, η βιταμίνη D έχει σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης, στην απελευθέρωση της ινσουλίνης και στην απόκριση σε αυτήν. Δεδομένα παρατήρησης υποστηρίζουν ισχυρά το ρόλο της έλλειψης της βιταμίνης D στην παθογένεια του διαβήτη τύπου 2. Οι μελέτες επικεντρώνονται στον αν η βιταμίνη D μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη του διαβήτη τύπου 2 (14).
Πολλαπλή σκλήρυνση
Η πολλαπλή σκλήρυνση ή σκλήρυνση κατά πλάκας (multiple sclerosis, MS) είναι ένα χρόνιο νευρολογικό αυτοάνοσο νόσημα όπου το ανοσοποιητικό σύστημα του ίδιου του οργανισμού επιτίθεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός). Η επίθεση αυτή προκαλεί απομυελίνωση, δηλαδή καταστροφή της μυελίνης που περιβάλλει τα νεύρα με αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικών δυσκολιών στη μετάδοση των πληροφοριών από και προς τον εγκέφαλο.
Τα συμπτώματα της πολλαπλής σκλήρυνσης ποικίλουν ανάλογα με την περιοχή του νευρικού συστήματος που προσβάλλεται και τη βαρύτητα της προσβολής. Σ’ αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται πόνοι σε διάφορα σημεία του σώματος, μούδιασμα, αδυναμία, σπαστικότητα και ατροφία των μυών, δυσκολία στην κίνηση, παράλυση, προσβολή ματιών με εμφάνιση θολής όρασης ή διπλωπίας, ίλιγγοι, ζαλάδες και διαταραχές στην ούρηση. Τα συμπτώματα ποικίλουν ως προς την έντασή τους ανάλογα με την εποχή, καθώς και ως προς τη διάρκειά τους.
Σύμφωνα με μελέτες, τα επίπεδα της βιταμίνης D που κυκλοφορούν στο αίμα παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της πολλαπλής σκλήρυνσης. Η εξάπλωση της πολλαπλής σκλήρυνσης γεωγραφικά δείχνει ότι τα ποσοστά εμφάνισής της είναι μεγαλύτερα σε περιοχές που υπάρχει μικρότερη έκθεση στον ήλιο. Εφόσον η βιταμίνη D παράγεται στο δέρμα με την έκθεση στον ήλιο και τα υψηλά επίπεδά της στο αίμα συνδέονται με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης πολλαπλής σκλήρυνσης, είναι φανερό ότι η βιταμίνη D έχει προστατευτικό ρόλο έναντι της εμφάνισης πολλαπλής σκλήρυνσης (15,16).
Στους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση έχουν διαπιστωθεί χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα κυρίως σε περιόδους υποτροπών της νόσου. Σύμφωνα με τρέχουσα έρευνα Αυστραλών ερευνητών, η χορήγηση βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τις υποτροπές της πολλαπλής σκλήρυνσης που βιώνονται από τους ασθενείς (οι υποτροπές είναι πιο συχνές την άνοιξη που παρατηρούνται και τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D) . Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι η νόσος αυτή επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα του ασθενούς και μια μείωση στη συχνότητα των υποτροπών της ή στην ένταση των συμπτωμάτων της είναι ουσιώδης για μια καλύτερη ποιότητα ζωής (17,18).
Καρκίνος
Ο αριθμός των μελετών που υποστηρίζει την ωφέλιμη δράση της έκθεσης στον ήλιο και της βιταμίνης D σε διάφορους τύπους καρκίνου με υψηλό ποσοστό θνησιμότητας αυξάνεται συνεχώς. Κάποιες μάλιστα έχουν αναφέρει μια σημαντική αντίστροφη σύνδεση μεταξύ έκθεσης στον ήλιο και θανάτου λόγω ορθοκολικού καρκίνου, καρκίνου του στήθος και λεμφώματος non-Hodgkin (19).
Ακολούθως, αναφέρονται ενδεικτικά τα αποτελέσματα επιλεγμένων μελετών.
- Σύμφωνα με επιστήμονες του University of Rochester Medical Center, οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού έχουν συχνά χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 166 γυναίκες που υποβάλλονταν σε θεραπεία για καρκίνο του μαστού, παρατηρήθηκε ότι σχεδόν το 70% των γυναικών είχε χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (έρευνα που παρουσιάστηκε στο American Society of Clinical Oncology’s Breast Cancer Symposium στο San Francisco). Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι γυναίκες σε προχωρημένο στάδιο και γυναίκες που δεν άνηκαν στην καυκάσια φυλή είχαν ακόμα χαμηλότερα επίπεδα. Διαπιστώθηκε ότι η εβδομαδιαία συμπληρωματική χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης D βελτίωσε τα επίπεδα της βιταμίνης D στις γυναίκες αυτές (20).
- Σε μελέτη σε 46771 άντρες ηλικίας 40-75 ετών και 75427 γυναίκες ηλικίας 38-65 ετών, η υψηλότερη λήψη βιταμίνης D σχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο παγκρεατικού καρκίνου. Τα αποτελέσματα δείχνουν έναν πιθανό ρόλο της βιταμίνης D στην παθογένεια και την πρόληψη του παγκρεατικού καρκίνου (21).
- Πειραματικές, επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες προτείνουν έναν προστατευτικό ρόλο της βιταμίνης D έναντι του ορθοκολικού καρκίνου (22).
- Σύμφωνα με μελέτη, η ενεργή μορφή της βιταμίνης D3 (1α,25(OH)2D3) έχει αντικαρκινική δράση μέσω της άμεσης ενεργοποίησης του γονιδίου CST5 στις ανθρώπινες κυτταρικές καρκινικές σειρές στο κόλον. Η ενεργοποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της πρωτεΐνης cystatin D στα ανθρώπινα καρκινικά κύτταρα στο κόλον, η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών σειρών στο κόλον in vitro και μετά από μεταφορά σε πειραματόζωα. Το CST5 έχει δράση καταστολής όγκων η οποία εξαρτάται από την 1α,25(OH)2D3 στα κύτταρα στο κόλον (23).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά καρκίνου είναι υψηλότερα σε πολλές βόρειες χώρες όπου ο ήλιος είναι πολύ ασθενής το χειμώνα και πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν καρκίνο.
Το παρόν άρθρο έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας αν έχετε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας.
Βιβλιογραφία
1. Kulie T, Groff A, Redmer J, et al. J Am Board Fam Med. 2009 Nov-Dec;22(6):698-706.
2. Mithal Α, Wahl DA, Bonjour JP et al. Osteoporosis International 2009 Nov;20(11):1807-20. Epub 2009 Jun 19.
3. Γεώργιος Π. Λυρίτης. Οστεοπόρωση: Το Πρόβλημα – Προδιαθεσικοί Παράγοντες. 5 Νοεμβρίου 2008 (http://users.uoa.gr/~gpapaio/abstracts/dial12.pdf).
4. Inoue D. Nippon Rinsho. 2009 May;67(5):967-74.
5. Briot K, Audran M, Cortet B, et al. Presse Med. 2009 Jan;38(1):43-54. Epub 2008 Nov 11.
6. Ginde AA, Mansbach JM, Camargo CA Jr. Arch Intern Med. 2009 Feb 23;169(4):384-90.
7. D.M. McCartney, D.G. Byrne, et al. Ir Med J Vol 113;No.4, P58.
8. Gouni-Berthold I, Krone W, Berthold HK. Curr Vasc Pharmacol. 2009 Jul;7(3):414-22.
9. Judd SE, Tangpricha V. Am J Med Sci. 2009 Jul;338(1):40-4.
10. Intermountain Medical Center (2009, November 16). ScienceDaily. Retrieved December 3, 2009, from http://www.sciencedaily.com¬ /releases/2009/11/091116085038.htm.
11. Ginde AA, Scragg R, Schwartz RS, Camargo CA Jr. J Am Geriatr Soc. 2009 Sep;57(9):1595-603. Epub 2009 Jun 22.
12. Penckofer S, Kouba J, Wallis DE, Emanuele MA. Diabetes Educ. 2008 Nov-Dec;34(6):939-40, 942, 944.
13. Alfonso B, Liao E, Busta A, Poretsky L. Diabetes Metab Res Rev. 2009 Jul;25(5):417-9.
14. Tahseen A. Chowdhury, Barbara J. Boucher, Graham A. Hitman. Volume 3, Issue 2, Pages 115-116 (May 2009). Received 1 January 2009 published online 24 April 2009.
15. Cantorna MT. Nutr Rev. 2008 Oct;66(10 Suppl 2):S135-8.
16. Raghuwanshi A, Joshi SS, Christakos S. J Cell Biochem. 2008 Oct 1;105(2):338-43.
17. Sioka C, Kyritsis AP, Fotopoulos A. J Neurol Sci. 2009 Dec 15;287(1-2):1-6. Epub 2009 Oct 2.
18.http://www.abc.net.au/news/stories/2009/11/17/2745381.htm, http://www.msrc.co.uk/index.cfm?fuseaction=show&pageid=1334.
19. Rhee HV, Coebergh JW, Vries ED. Eur J Cancer Prev. 2009 Aug 26.
20. Rochester Study: Women with Breast Cancer Have Low Vitamin D Levels, October 09, 2009.
21. Skinner HG, Michaud DS, et al. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev. 2006 Sep;15(9):1688-95.
22. Jiménez-Lara AM. Int J Biochem Cell Biol. 2007;39(4):672-7. Epub 2006 Nov 3.
23. Silvia ρlvarez-Díaz, Noelia Valle, José Miguel García et al. Journal of Clinical Investigation, 119(8): 2343-2358 (2009).