Εγκυμοσύνη & COVID-19
Σε έγκυες γυναίκες με COVID-19, η επαρκής πρόσληψη χολίνης μπορεί να προστατεύσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου
Οι γυναίκες που αναπτύσσουν λοίμωξη COVID-19 κατά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης έχουν να ανησυχούν όχι μόνο για τη δική τους υγεία αλλά και για το εάν ή πώς θα επηρεάσει η λοίμωξή τους το έμβρυο που αναπτύσσεται στη μήτρα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οποιαδήποτε επίπτωση θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι ο χρόνος της λοίμωξης και η διατροφή της μητέρας.
Ο COVID-19 συνήθως δεν μεταδίδεται απευθείας στο έμβρυο. Όταν αντιμετωπίζει μια λοίμωξη, το σώμα της μητέρας προκαλεί ανοσοαπόκριση. Αυτή η αντίδραση θέτει δυνητικά σε κίνδυνο την υγεία του εμβρύου. Είναι κάτι που αλλάζει με την πάροδο του χρόνου σε αντιστοιχία με τα αναπτυξιακά στάδια του εμβρύου.
Πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα ρίχνει φως στο πώς ο COVID-19, όπως και άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις, είναι πιθανό να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου και τι μπορεί να γίνει για να ελαχιστοποιηθούν οι επιβλαβείς επιπτώσεις. Η εστίαση είναι σε ένα κρίσιμο αναπτυξιακό παράθυρο που εμφανίζεται περίπου στην αρχή του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης.
Αυτή είναι η στιγμή που ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος αρχίζει να δημιουργεί νευρικά κυκλώματα που μπορούν να αναστέλλουν διεγερτικά σήματα στα νευρικά δίκτυα. Όταν αυτή η ισχυρή νευρική αναστολή αποτυγχάνει να εμφανιστεί πριν από τη γέννηση, προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι μετά τη γέννηση, το παιδί θα διατρέχει σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για προβλήματα συμπεριφοράς και για την ανάπτυξη ασθενειών όπως ο αυτισμός, η διαταραχή έλλειψης προσοχής και η σχιζοφρένεια.
Η αποτροπή τέτοιων επιπτώσεων υπήρξε βασικό αντικείμενο έρευνας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο με επικεφαλής τον Robert Freedman, M.D., μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Ιδρύματος για την Έρευνα Εγκεφάλου και Συμπεριφοράς (Brain And Behaviour Research Foundation – BBRF). Ο Dr. Freedman, δύο φορές διακεκριμένος ερευνητής του BBRF και βραβευμένος με το BBRF Lieber Prize το 2015, έδειξε πώς τα επίπεδα της χολίνης, του βασικού θρεπτικού συστατικού στον ορό της μητέρας (το τμήμα του αίματος που δεν περιλαμβάνει παράγοντες πήξης) συσχετίζονται με την ικανότητα του εμβρύου να αναπτύξει σωστή νευρική αναστολή.
Δεδομένου ότι πολλές έγκυες γυναίκες ακολουθούν διατροφή που δεν είναι επαρκής σε χολίνη, ο Δρ Freedman και οι συνάδελφοί του συνιστούν τη συμπλήρωση της χολίνης μέσα από συμπλήρωμα διατροφής με χολίνη ή φωσφατιδυλοχολίνη (λεκιθίνη).
Αυτή η συμβουλή ήρθε πάλι στο προσκήνιο, με αφορμή την μόλυνση με COVID-19 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σε μια νέα δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Psychiatric Research, που συνέταξε ο Δρ Freedman με συναδέλφους, συμπεριλαμβανομένων των βραβευμένων M. Camille Hoffman, M.D., Amanda Law, Ph.D.και της Sharon Hunter, M.D., μίας νέας ερευνήτριας του Ιδρύματος για την Έρευνα Εγκεφάλου και Συμπεριφοράς.
Η ομάδα αξιοποίησε δεδομένα που συλλέχθηκαν από προηγούμενες μελέτες σχετικά με γυναίκες που ανέπτυξαν λοιμώξεις (βακτηριακές και ιογενείς) κατά τις πρώτες 16 εβδομάδες της εγκυμοσύνης - το σημείο στο οποίο το έμβρυο είναι πιο ευάλωτο στη μητρική φλεγμονή. Υπολόγισαν, σύμφωνα με την καθοδήγηση από τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), ότι η μόλυνση με COVID-19 θα επηρέαζε την ανάπτυξη του εμβρύου με τρόπους παρόμοιους με άλλους αναπνευστικούς κορονοϊούς που ήταν γνωστοί από το παρελθόν.
Η ομάδα συνέκρινε 36 έγκυες γυναίκες που είχαν αναπτύξει μέτριες έως σοβαρές αναπνευστικές λοιμώξεις έως την 16η εβδομάδα με 53 μητέρες που δεν ανέφεραν λοιμώξεις. Τα επίπεδα χολίνης καταγράφηκαν την 16η εβδομάδα και στις δύο ομάδες και επίσης σε άλλα χρονικά σημεία. Όταν τα βρέφη έφτασαν την ηλικία των 3 μηνών, οι μητέρες τους συμπλήρωσαν ένα εκτεταμένο ερωτηματολόγιο προκειμένου να εκτιμήσουν τη διάρκεια της προσοχής των βρεφών, την ικανότητά τους να απολαμβάνουν ένα ήσυχο παιχνίδι, την αγκαλιά και την προσκόλλησή τους με τους γονείς και τους φροντιστές και την ηρεμία τους.
Η ομάδα αποκάλυψε δύο σημαντικά ευρήματα που δείχνουν τη σημασία του να λαμβάνουν οι γυναίκες επαρκείς ποσότητες χολίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Το πρώτο εύρημα αφορούσε παιδιά μητέρων που είχαν αναπνευστικές λοιμώξεις κατά τις πρώτες 16 εβδομάδες της εγκυμοσύνης. Στις 16 εβδομάδες, όταν οι μητέρες είχαν επίπεδα χολίνης μεγαλύτερα από το ελάχιστο επίπεδο που συμβουλεύει ο FDA –550mg την ημέρα - τα παιδιά τους 3 μήνες μετά τη γέννηση ήταν σε θέση να δείχνουν προσοχή και να σχηματίσουν δεσμούς, σε σύγκριση με εκείνα των οποίων τα επίπεδα πρόσληψης χολίνης από τις μητέρες τους ήταν χαμηλότερα από την καθημερινή προτεινόμενη ελάχιστη πρόσληψη κατά τον FDA στις 16 εβδομάδες.
Το δεύτερο εύρημα ήταν ότι τα παιδιά των μολυσμένων μητέρων που όμως είχαν επαρκή επίπεδα χολίνης τα πήγαν εξίσου καλά σε σύγκριση με τα παιδιά των μητέρων που δεν είχαν λοίμωξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Υψηλότερα επίπεδα χολίνης που λαμβάνονται μέσω διατροφής ή συμπληρωμάτων, μπορούν να προστατεύσουν την ανάπτυξη του εμβρύου και να υποστηρίξουν την ανάπτυξη της συμπεριφοράς, ακόμη και αν η μητέρα μολυνθεί από μια ιογενή λοίμωξη στην πρώιμη κύηση όταν ο εγκέφαλος είναι στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του.» Είναι σημαντικό ότι η επαρκής πρόσληψη χολίνης είναι πιο σημαντική στις αρχές της εγκυμοσύνης – τα υψηλά επίπεδα μετά τις 22 εβδομάδες δεν παρατηρήθηκε να επηρεάζουν σημαντικά τα αποτελέσματα στα βρέφη.
Αν και η τρέχουσα προτεινόμενη ελάχιστη διατροφική απαίτηση του FDA για τη χολίνη είναι 550 mg, ο Δρ Freedman και οι συνεργάτες του συνεχίζουν να υποστηρίζουν υψηλότερα επίπεδα, σημειώνοντας ότι συμπληρώματα που περιέχουν 900mg χολίνης «έχουν χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης από την 15η εβδομάδα κύησης έως τον τοκετό, με επακόλουθα θετικές επιπτώσεις στην προσοχή του παιδιού και την κοινωνική συμπεριφορά τους έως και τρεισήμισι ετών».
Πηγές:
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC7247782/