Ο ρόλος του Cranberry στην υγεία του ουροποιητικού και την πρόληψη των ουρολοιμώξεων
Το Cranberry (Vaccinium macrocarpon) είναι ένα βότανο που χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την πρόληψη των ουρολοιμώξεων. Οι ουρολοιμώξεις προκαλούνται από την εισαγωγή μικροοργανισμών, συνήθως βακτηρίων, στο ουροποιητικό σύστημα και την ανάπτυξή τους μέσα στο ζεστό και υγρό περιβάλλον του. Οι μικροοργανισμοί επιδρούν στην παραγωγή των ούρων και τη λειτουργία της ουροδόχου κύστης, με αποτέλεσμα συχνά να προκαλείται σημαντικού βαθμού άλγος.
Οι ουρολοιμώξεις που εμφανίζονται σε υγιή άτομα οφείλονται σε ποσοστό 70-95% σε λοίμωξη από το κολοβακτηρίδιο Escherichia coli και σε ποσοστό 5-10% στον Staphylococcus saprophyticus. Πιο σπάνια μπορεί να οφείλονται σε άλλα μικρόβια, όπως τα Proteus mirabilis και Klebsiella spp. Οι ουρολοιμώξεις που εμφανίζονται σε πάσχοντα άτομα οφείλονται σε διάφορα παθογόνα ανάλογα και με τη συνοδό πάθηση (λιθίαση, παρουσία καθετήρα κύστεως, ανοσοκαταστολή, σακχαρώδης διαβήτης).
Η αποτελεσματικότητα του Cranberry στη μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης ουρολοίμωξης έχει αποδειχθεί από αρκετές μελέτες που αφορούν τόσο νεαρά άτομα όσο και άτομα μεγάλης ηλικίας, με ή χωρίς ιστορικό ουρολοιμώξεων. Τα δραστικά συστατικά του Cranberry που του δίνουν την ικανότητα να παρέχει προστασία από τις ουρολοιμώξεις ονομάζονται προανθοκυανιδίνες. Οι προανθοκυανιδίνες αποτρέπουν, σύμφωνα με μελέτες, την προσκόλληση και άρα την ανάπτυξη παθογόνων βακτηρίων στο ουροποιητικό.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα αποτελέσματα ορισμένων μελετών:
- Σε μετα-ανάλυση που εξετάστηκαν 244 γυναίκες με συμπτωματικές ουρολοιμώξεις παρατηρήθηκε ότι η λήψη Cranberry μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο επανεμφανιζόμενων ουρολοιμώξεων στις γυναίκες (1).
- Σε μελέτες παρατηρήθηκε ότι οι προανθοκυανιδίνες που περιέχονται στο εκχύλισμα Cranberry αποτρέπουν την προσκόλληση ειδικά της Ε.coli (που είναι υπεύθυνη για το 70-95% των ουρολοιμώξεων) στο ουροθήλιο και την ανάπτυξή της. Επομένως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ένα μέτρο πρόληψης των λοιμώξεων του ουροποιητικού (2).
- Σε διπλή τυφλή κλινική μελέτη με placebo σε γυναίκες 18 έως 65 ετών παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στην ικανότητα προσκόλλησης της Ε.coli στις γυναίκες που έλαβαν εκχύλισμα Cranberry, ανεξάρτητα από το αν οι γυναίκες είχαν ιστορικό κυστίτιδας ή όχι. Στις γυναίκες που έλαβαν placebo δεν παρατηρήθηκε καμιά αλλαγή στην ικανότητα της προσκόλλησης του συγκεκριμένου παθογόνου βακτηρίου στο ουροποιητικό. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση εκχυλίσματος Cranberry σε κατάλληλα επίπεδα μπορεί να αποτρέψει την προσκόλληση της E.coli στο ουροποιητικό (3).
- Σε τυχαιοποιημένη μελέτη παρατηρήθηκε ότι η κατανάλωση χυμού Cranberry εμποδίζει την προσκόλληση της παθογόνου Ε.coli στο ουροποιητικό και μειώνει τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων ενώ παράλληλα δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στο pH του ουροποιητικού ή τη χλωρίδα του κόλπου (4).
- Σε μελέτη που εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα των προανθοκυανιδινών στην αποτροπή της προσκόλλησης στο ουροποιητικό ενός παθογόνου στελέχους της Ε.coli που είναι πολύ ανθεκτικό σε πολλά αντιβιοτικά, παρατηρήθηκε ότι οι προανθοκυανιδίνες απέτρεψαν την προσκόλλησή του σε ποσοστό περίπου 70%. Η μελέτη καταλήγει στο ότι οι προανθοκυανιδίνες μπορεί να αποτρέψουν την προσκόλληση ανθεκτικών στελεχών της E.coli στο ουροποιητικό (5).
- Σύμφωνα με μελέτη οι γυναίκες που παρουσιάζουν επανεμφανιζόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην αποίκιση του κόλπου από κάποιο παθογόνο από το ουροποιητικό (6). Σε μελέτη in vitro παρατηρήθηκε ότι το Cranberry εμποδίζει την προσκόλληση της Ε.coli σε επιθηλιακά κύτταρα του κόλπου (7).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η λήψη Cranberry μπορεί να αποτελεί μια πολύ καλή πρόταση για την πρόληψη των ουρολοιμώξεων, ειδικά για τις γυναίκες, αφού υπολογίζεται ότι το 60% των γυναικών θα εμφανίσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του ουρολοίμωξη και πολλές γυναίκες υποφέρουν από επανεμφανιζόμενες ουρολοιμώξεις.
Βιβλιογραφία
1. Rossi R, Porta S, Canovi B. J Clin Gastroenterol. 2010 Sep;44 Suppl 1:S61-2.
2. Ruz EN, González CC, et al. Ginecol Obstet Mex. 2009 Nov;77(11):512-7.
3. Tempera G, Corsello S, et al. Int J Immunopathol Pharmacol. 2010 Apr-Jun;23(2):611-8.
4. Jass J, Reid G. Can J Urol. 2009 Dec;16(6):4901-7.
5. Gupta A, Dwivedi M, et al. Urol Res. 2011 Jun 19.
6. Valdevenito S JP. Rev Chilena Infectol. 2008 Aug;25(4):268-76.
7. Gupta K, Chou MY, et al. J Urol. 2007 Jun;177(6):2357-60.