Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται άμεσα με τον διαβήτη και τις καρδιακές παθήσεις
Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, «της βιταμίνης του ήλιου», είναι ένα από τα κλειδιά για τον διαβήτη τύπου 2, τις καρδιακές παθήσεις και τα αυτοάνοσα νοσήματα.
Η βιταμίνη D ρυθμίζει τη φλεγμονή, η οποία είναι ζωτικό μέρος της θεραπείας αλλά όταν επιμένει και γίνεται χρόνια μπορεί να οδηγήσει σε διαβήτη, καρδιακά προβλήματα και άλλες παθήσεις.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας λένε ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης D και της χρόνιας φλεγμονής. Με τη συμμετοχή σχεδόν 295.000 συμμετεχόντων στην αγγλική μελέτη Biobank, μέτρησαν τα επίπεδα ενός δείκτη φλεγμονής, της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D θα μπορούσε να μειώσει τα ποσοστά διαβήτη και καρδιακών παθήσεων και να κρατήσει περισσότερους ανθρώπους εκτός νοσοκομείου. Πιστεύουν μάλιστα ότι η ύπαρξη επαρκών επιπέδων βοηθά στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας και των ασθενειών που προκύπτουν από το υπερβολικό βάρος.
Η βιταμίνη D είναι ένα θρεπτικό συστατικό και ορμόνη που ρυθμίζει τις βιολογικές διεργασίες, όπως το χτίσιμο των οστών, τον έλεγχο των λοιμώξεων και τη μείωση της φλεγμονής.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ συνιστά ένα ημερήσιο συμπλήρωμα βιταμίνης D 400 IU, αλλά όπως συμβαίνει με τις περισσότερες συστάσεις του οργανισμού υγείας, η δόση αυτή θα έχει πολύ μικρή θεραπευτική αξία. Αντίθετα, κάποιοι ερευνητές δίνουν ημερήσιες δόσεις των 5000 IU σε συμμετέχοντες στη μελέτη χωρίς παρενέργειες.
Η προσθήκη τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D - όπως τα λιπαρά ψάρια, το συκώτι και οι κρόκοι αβγών στη διατροφή, μπορεί να ενισχύσει τα επίπεδα, ωστόσο λόγω των μεγάλων ελλείψεων που παρατηρούνται ακόμα και στους πληθυσμούς μεσογειακών χωρών όπως η Ελλάδα, συστήνεται η λήψη ενός αξιόπιστου συμπληρώματος διατροφής για την κάλυψη των αναγκών.
Πηγή: International Journal of Epidemiology, 2022; doi: 10.1093/ije/dyac087